Εισαγωγή

Η γνωστοποίηση της ευεργετικής δράσης των καρυδιών στην ανθρώπινη υγεία, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη γευστικότητα της ψίχας τους, είχε σαν αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση της ζήτησης καρυδιών παγκοσμίως. Πράγματι πολλές ερευνητικές εργασίες κατέδειξαν ότι το καρύδι έχει ένα εξαιρετικό συνδυασμό ακόρεστων λιπαρών οξέων, φαινολικών οξέων, βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων και ότι η συστηματική κατανάλωση καρυδόψιχας καλής ποιότητας μειώνει δραστικά την κακή χοληστερόλη, παρουσιάζει ισχυρή αντιοξειδωτική ικανότητα, δρα προστατευτικά σε καρδιαγγειακές παθήσεις και στην πρόληψη της στεφανιαίας νόσου, έχει αντικαρκινική προληπτική δράση και παρουσιάζει θετική δράση στη δίαιτα ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη.

Η καρυδιά είναι δένδρο μεγάλης φωτοσυνθετικής ικανότητας και για να την εκδηλώσει με υψηλές παραγωγές απαιτεί μεγάλη ηλιοφάνεια με κατάλληλες θερμοκρασίες, που τους θερινούς μήνες να μην υπερβαίνουν τους 38 οC. Παράλληλα οι χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες (κάτω από 7 οC) πρέπει να επαρκούν για την ικανοποιητική διακοπή του λήθαργου των ποικιλιών.
 

Το καλοκαίρι απαιτεί άρδευση με σχετικά μεγάλες ποσότητες νερού καλής ποιότητας και προτιμά ελαφρώς αλκαλικά ασβεστολιθικά, βαθιά αποστραγγιζόμενα εδάφη.

Η κυριότερη ασθένεια των καρπών είναι η βακτηρίωση (Xanthomonas campestris), ενώ των φύλλων η ανθράκωση (μύκητας Gnomonia leptostyla).

Ο κυριότερος εχθρός των καρπών είναι το λεπιδόπτερο καρπόκαψα (Cydia pomonella) και κυριότεροι εχθροί του φυλλώματος είναι οι αφίδες και οι τετράνυχοι.

Η βιολογική καλλιέργεια είναι εφικτή στην καρυδιά και είναι πιο εύκολη στις ορεινές περιοχές, λόγω μικρότερης δραστηριότητας της καρπόκαψας.

Η Ελλάδα σε πολλές ορεινές και ημιορεινές περιοχές συνδυάζει μεγάλη ηλιοφάνεια με ευνοϊκές θερμοκρασίες για την καρυδιά και έχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγικότητας και ποιότητας για παγκοσμίως ανταγωνιστική καλλιέργεια. Θεμελιώδης παράγοντας επιτυχίας της εκμετάλλευσης είναι η εκλογή, στις κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής, της κατάλληλης ποικιλίας.

Η μηχανοποίηση του κύκλου εργασιών: συγκομιδή, αποφλοίωση, ξήρανση, διαλογή, ενισχύει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των εκμεταλλεύσεων.

Παγκόσμια Παραγωγή & Εμπορία

Η ζώνη καλλιέργειας της καρυδιάς βρίσκεται και στα δύο ημισφαίρια σε γεωγραφικό πλάτος μεταξύ 30ο και 45ο, όμως ο κύριος παραγωγός είναι το βόρειο ημισφαίριο, στο οποίο παράγεται περισσότερο από το 95% των καρυδιών του πλανήτη.

Η παγκόσμια παραγωγή καρυδιών, σύμφωνα με τα στοιχεία της FAOSTAT, από 1.300.000 μετρικούς τόνους το 2001, παρουσίασε αλματώδη αύξηση (261%) και ανήλθε το 2011 σε 3.400.000 μετρικούς τόνους.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών τη μεγαλύτερη παραγωγή έχουν η Ρουμανία και η Γαλλία, η οποία παράγει καρύδια υψηλής ποιότητας.

Η Κίνα, το Ιράν και η Τουρκία, παρ’ ότι παρουσιάζουν σημαντική παραγωγή, δεν πραγματοποιούν σημαντικές εξαγωγές.

Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς είναι οι Η.Π.Α. που το 2011 εξήγαγαν 119.000 τόνους καρύδια με κέλυφος και 81.000 τόνους καρυδόψιχα και κυριολεκτικά κυριαρχούν στις εξαγωγές, αφού το 2011 η πρώτη στην παραγωγή Κίνα εξήγαγε 25.000 τόνους καρύδια με κέλυφος και 8.000 τόνους καρυδόψιχα, αλλά ταυτόχρονα εισήγαγε 48.000 τόνους καρύδια με κέλυφος.

Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς καρυδιών το 2011 ήταν: η Ιταλία, η Τουρκία, η Ισπανία, το Μεξικό και η Γερμανία, ενώ οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς καρυδόψιχας ήταν: η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ισπανία, η Ν. Κορέα, ο Καναδάς και η Αγγλία.

Η Ελλάδα, έχει μια σημαντική παραγωγή καρυδιών που την κατατάσσει παγκοσμίως στην ενδέκατη θέση στην παραγωγή καρυδιών και στην Ε.Ε. τρίτη μετά τη Ρουμανία και τη Γαλλία. Το 2011 παρ’ ότι πραγματοποίησε ρεκόρ παραγωγής με 29.800 μετρικούς τόνους καρύδια, εισήγαγε περίπου 2.500 τόνους καρυδόψιχας.

Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη της καλλιέργειας περνά από την ύπαρξη μεγαλυτέρου μεγέθους εκμεταλλεύσεων, την επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας και τη μεγαλύτερη μηχανοποίηση της καλλιέργειας, ενώ η καλύτερη εμπορία περνά από τη συγκέντρωση του προϊόντος από συνεταιρισμούς ή εταιρείες παραγωγής-εμπορίας.

Βοτανική Κατάταξη

Το καλλιεργούμενο είδος καρυδιάς είναι η Βασιλική ή κοινή Καρυδιά, είναι δένδρο φυλλοβόλο, μεγάλου σχετικά μεγέθους, αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο, που ταξινομείται βοτανικά στην οικογένεια Juglandaceae, γένος Juglans L., υπογένος Dioscaryon, είδος Juglans regia L. Ο καρπός είναι δρύπη με εδώδιμο μέρος το σπέρμα (ψίχα).

Όλα τα είδη του γένους Juglans L., είναι διπλοειδή με 32 (2χ=32) χρωμοσώματα.

Η οικογένεια: Juglandaceae περιέχει 4 γένη: Juglans L., Carya Nutt, Pterocarya Kunth και Platocarya Sleb και Zucc. Το γένος Juglans L., περιέχει τα παρακάτω 4 υπογένη:

Περιλαμβάνει μόνο ένα είδος, την καλλιεργούμενη καρυδιά Juglans regia L., γνωστή σαν κοινή ή Βασιλική Καρυδιά με άλλα συνώνυμα Περσική ή Αγγλική Καρυδιά.

Περιλαμβάνει ένα είδος το Juglans cinerea, γνωστό ως Butternat, απαντάται στις Η.Π.Α. Η ψίχα είναι εδώδιμη αλλά χωρίς οικονομικό ενδιαφέρον.

Περιλαμβάνει τα εξής τρία είδη, ιθαγενή της κεντρικής και ανατολικής Ασίας:
    – J. mantshyrica Maxim, αυτοφύεται στη Μαντζουρία, είναι ανθεκτική στο κρύο.
    – J. cathayensis Dode, αυτοφύεται στη Κίνα, προσαρμόζεται σε θερμότερες περιοχές.
    – J. ailantifolia Carr. (ή J. sieboldiana Maxim) είναι η ιαπωνική καρυδιά, καρποφορεί σε βότρεις των 12-20 καρυδιών, παράγει σκληροκέλυφους καρπούς.

Περιλαμβάνει 16 είδη ιθαγενή της Αμερικής. Τονίζεται ότι όλες οι μαύρες καρυδιές παρουσιάζουν υπερευαισθησία στον ιό CLRV με αποτέλεσμα να νεκρώνουν τους ιστούς τους για να εμποδίσουν την είσοδο του ανωτέρω ιού. Τα δυο σπουδαιότερα είδη μαύρης καρυδιάς είναι:
    – Juglans nigra L.: Φτάνει σε ύψος τα 25-40 m και είναι ανθεκτικό στο ψύχος, ενώ είναι ευαίσθητο στους νηματώδεις και στη χλώρωση σιδήρου. Προτιμά εδάφη όξινα και δεν ευδοκιμεί σε αλκαλικά ασβεστολιθικά εδάφη.
    – Juglans hindsii Jeps: Αυτοφυές στη Βόρεια Καλιφόρνια. Το δένδρο φτάνει σε ύψος τα 20-30 m. Είναι ευαίσθητο στη χλώρωση σιδήρου, στο Agrobacterium tumefaciens και στις φυτόφθορες.