Τα Κυριότερα Έντομα

Καρπόκαψα

Τάξη Λεπιδόπτερα, Οικ. Tortricidae. Συναντάται σε μεγαλύτερους πληθυσμούς στις ζεστές πεδινές περιοχές, λιγότερο στις ημιορεινές και πολύ λιγότερο στις ορεινές περιοχές. Το τέλειο έντομο είναι μια μικρή πεταλούδα μήκους 16-18 mm. Οι ζημιές προκαλούνται από τις προνύμφες (κάμπιες) του εντόμου, που διαπερνούν εύκολα το περικάρπιο και το μη ξυλοποιημένο ενδοκάρπιο του νεαρού καρυδιού και τρώγουν τη σχηματιζόμενη ψίχα. Εάν δεν γίνει καταπολέμηση οι ζημιές μπορεί να ανέλθουν στο 40% της παραγωγής στις ορεινές περιοχές και στο 70% στις πεδινές. Το ακμαίο έχει άνοιγμα πτερύγων 18-20 mm. Οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα γκρίζο-σταχτί, φέρουν λεπτές καστανές γραμμές και στο άκρο τους υπάρχει χαρακτηριστική οφθαλμοειδής καφέ κηλίδα. Τα ωά τοποθετούνται συνήθως μεμονωμένα. Οι προνύμφες όταν εκκολάπτονται έχουν σώμα λευκού χρώματος, ενώ όσο αυξάνει η ηλικία τους το χρώμα τους γίνεται ρόδινο και το μήκος της σε πλήρη ανάπτυξη φθάνει τα 12-14 mm. Έχει 2-3 γενεές ετησίως. Διαχειμάζει υπό μορφή νύμφης μέσα σε βομβύκιο στις σχισμές του φλοιού των δένδρων ή στο έδαφος. Στην αρχή της άνοιξης οι νύμφες μεταμορφώνονται σε χρυσαλίδες. Η έξοδος των ακμαίων της πρώτης γενεάς αρχίζει στη χώρα μας κλιμακωτά από τις αρχές Μαΐου στις πιο θερμές περιοχές και από τις αρχές Ιουνίου στις ορεινές περιοχές. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μεγάλη διάρκεια εμφανίσεως των ακμαίων της πρώτης γενεάς, έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση σύγχυσης στον παραγωγό σχετικά με το κατάλληλο χρονικό στάδιο επέμβασης. Η δεύτερη μαζική έξοδος της χρονιάς εκδηλώνεται από τα μέσα Ιουλίου και η τρίτη (όπου υπάρχει) από τα μέσα Αυγούστου. Στις ορεινές, στις ημιορεινές και στις πεδινές περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης το έντομο έχει δύο γενεές, ενώ στις πεδινές περιοχές της κεντρικής και νότιας Ελλάδας υπάρχει μερικώς και τρίτη γενεά. Οι νεαρές προνύμφες της πρώτης γενεάς μπορούν να προσβάλουν το καρύδι από το στάδιο που έχει διάμετρο μόλις 1 cm και μη βρίσκοντας αρκετή τροφή (ψίχα), εξέρχονται από αυτό και εισδύουν σε άλλο, ενώ οι καρποί που υπέστησαν προσβολή πέφτουν. Οι προνύμφες της πρώτης γενεάς είναι οι πιο καταστρεπτικές επειδή εισδύουν εύκολα στα νεαρά καρύδια και επειδή κάθε μια για να τραφεί μπορεί να προσβάλλει περισσότερα καρύδια. Οι προνύμφες της δεύτερης γενεάς βρίσκουν τα καρύδια στο οριστικό τους μέγεθος, με ξυλοποιημένο κέλυφος και είναι λιγότερο καταστρεπτικές, γιατί πολλές από αυτές δεν καταφέρνουν να βρουν το μαλακό διάφραγμα του ομφαλού του ενδοκαρπίου και να εισχωρήσουν στη ψίχα. Για ν’ αποφευχθούν περισσότεροι από τους αναγκαίους ψεκασμούς πρέπει να παρακολουθούνται οι πτήσεις των ακμαίων. Αυτό μπορεί να γίνει όπου υπάρχει με το σύστημα γεωργικών προειδοποιήσεων, διαφορετικά ο παραγωγός πρέπει να χρησιμοποιήσει παγίδες φερομόνης. Για καλύτερη προστασία συνιστάται να εφαρμόζονται ψεκασμοί 8 ημέρες αργότερα από την ημέρα που η ημερήσια σύλληψη αρρένων ακμαίων ανά παγίδα φερομόνης ανέλθει στα 2-3 ακμαία. Τα δραστικά σκευάσματα για τη καρπόκαψα είναι πολλά και αποτελεσματικά.

Αφίδες

Τάξη Ηίπτερα. Οι αφίδες απομυζούν το χυμό των φύλλων και εάν οι πληθυσμοί τους είναι μεγάλοι εξασθενούν τα δένδρα με αποτέλεσμα τη μέτρια ή τη μεγάλη θερινή φυλλόπτωση, τη μείωση του μεγέθους και του βάρους των καρυδιών, την υποβάθμιση της ποιότητας της ψίχας και την ανεπαρκή θρέψη των οφθαλμών. Χαρακτηριστικό της προσβολής είναι οι άφθονες μελιτώδεις εκκρίσεις των αφίδων. Στην καρυδιά απατώνται στη χώρα μας δύο είδη αφίδων: η μικρή κίτρινη αφίδα και η μεγάλη αφίδα των νεύρων.

Μικρή κίτρινη αφίδα της καρυδιάς (Chromaphis Juglandicola). Είναι η αφίδα που κατά κανόνα προσβάλλει περισσότερο την καρυδιά στην Ελλάδα. Απαντάται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Από τα νύγματα που κάνουν στο φύλλο, κατά την απομύζηση του χυμού του, δημιουργούν νεκρώσεις σε μικρότερα ή μεγαλύτερα τμήματα του ελάσματος του φύλλου. Έχει μήκος 1-2 mm, ο χρωματισμός της είναι κίτρινος φωτεινός με ελάχιστες μικρές σκούρες βούλες στον κοιλιακό χώρο. Στα ακμαία οι άρρενες αφίδες είναι σαφώς μικρότερες από τις θήλεις.

Αφίδα των νεύρων (Callaphis Juglandis). Η αφίδα αυτή προσβάλλει σπανιότερα την καρυδιά στην Ελλάδα. Το ακμαίο είναι κίτρινο με καστανόμαυρες ταινίες στο σώμα, έχει μήκος 3-4 mm, και απαντάται σε ομάδα στο κεντρικό νεύρο του φύλλου και κατά κανόνα στην άνω επιφάνεια των φύλλων της καρυδιάς. Η αφίδα των νεύρων είναι ευαίσθητη στις υψηλές θερμοκρασίες άνω των 35ο C. Στις ελληνικές κλιματικές συνθήκες, κατά κανόνα, ο πληθυσμός της μειώνεται πολύ τον Ιούνιο και εξαφανίζεται τον Ιούλιο.

Κοκκοειδή

Τάξη Ομόπτερα. Οι ζημιές που προκαλούνται από τα κοκκοειδή στα δένδρα της καρυδιάς στην Ελλάδα είναι περιορισμένες και προκαλούνται από δύο είδη Diaspidae, το Quadraspidiotus perniciosus και το Diaspidiotus juglansregiae. Τα είδη της υποοικογένειας Diaspidae δημιουργούν με τις εκκρίσεις τους ασπίδιο προστασίας, το οποίο όμως είναι τελείως χωριστό από το σώμα τους. Τα αρσενικά ακμαία φέρουν ένα ζεύγος πτερύγων και είναι πολύ πιο μικρά σε μέγεθος σε σχέση με τα θηλυκά, που είναι άπτερα, σφαιρικά. Ζούνε ακίνητα κυρίως στους κλάδους και τους κορμούς των δένδρων και απομυζούν τους χυμούς των φλοιών. Σε περίπτωση σοβαρής προσβολής εξασθενίζει η δύναμη του δέντρου και επηρεάζεται το βάρος και το μέγεθος των καρπών.

Diaspidiotus (ή Quadraspidiotus) juglansregiae. Κοινά ψώρα ή ασπίδιο της καρυδιάς. Tο ενήλικο θηλυκό έχει σώμα κίτρινο, που καλύπτεται από κυκλικό ασπίδιο διαμέτρου 2 mm περίπου, γκρι έως φαιού χρωματισμού. Κάτω από το ασπίδιο υπάρχει το έντομο ελεύθερο. Τα θηλυκά εμφανίζονται κατά ομάδες σε σχηματισμό που θυμίζει «μαργαρίτα». Έχει δυο γενεές ετησίως. Τα θηλυκά γεννούν τα αυγά τους κάτω από τα ασπίδια περί τα μέσα έως τα τέλη Μαΐου. Τα αυγά εκκολάπτονται μέσα σε 3-4 ημέρες και τα νεαρά κοκκοειδή, έρποντας κινούνται στα κλαδιά για λίγο χρονικό διάστημα πριν εγκατασταθούνε οριστικά. Αρχικά τα καλύμματα (ασπίδια) των νεαρών θηλυκών είναι λευκά, μετά από μια εβδομάδα γίνονται γκρίζα και στη συνέχεια φαιά. Η δεύτερη γενεά εμφανίζεται στα μέσα Αυγούστου.

Quadraspidiotus perniciosus (San Jose scale). Κοινά ψώρα San Jose. Είναι το πιο διαδεδομένο κοκκοειδές στην Ελλάδα. Προσβάλει ένα ευρύ φάσμα από ξυλώδη φυτά (φυλλοβόλα δένδρα, αειθαλή δένδρα, καλλωπιστικά φυτά) σε πολλά μέρη του κόσμου. Ανάλογα με τη θερμοκρασία έχει 3-5 γενεές ετησίως και συνήθως τέσσερες γενεές. Τα θηλυκά δεν συναθροίζονται για να δημιουργήσουν την «μαργαρίτα» χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοκκοειδών της ψώρας της καρυδιάς.

Άλλοι Εχθροί της Καρυδιάς

Οι Νηματώδεις

Σοβαρό πρόβλημα στην περίπτωση εκρίζωσης παλαιών δένδρων και αμέσου επαναφύτευσης προκαλούν οι νηματώδεις. Ζημιές στους κλάδους νεαρών δένδρων προκαλεί το ξυλοφάγο έντομο Ζευζέρα, που εκδηλώνονται πιο έντονα στην περίπτωση γειτνίασης με δασικά δένδρα ή άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες.

Μύγα ή Ραγολέτιδα

Μικρότερες ζημιές προκαλεί η Μύγα ή ραγολέτιδα των καρυδιών (Rhagoletis completa). Τα πρώτα σημάδια μιας προσβολής είναι οι μικρές οπές που κάνουν τα θηλυκά στο πράσινο περικάρπιο των καρπών για να ν’ αποθέσουν τα αυγά τους. Οι προνύμφες τρέφονται από το εσωτερικό του περικαρπίου με αποτέλεσμα το μαύρισμα και το σάπισμά του. Οι πρώιμες προσβολές από μόνες τους έχουν σαν συνέπεια την καταστροφή των καρυδιών. Οι όψιμες προσβολές είναι πιο ακίνδυνες όμως αφήνουν ένα κομμάτι του περικαρπίου ισχυρά κολλημένο πάνω στο κέλυφος του καρυδιού.

Λευκή Κάμπια

Μικρότερες ζημιές προκαλεί και η Λευκή Κάμπια των καρυδιών (λεπιδόπτερο, Amyelois transitella), που εισέρχεται στον καρπό, κατατρώγει όλα τα μέρη που δεν έχουν ξυλοποιηθεί εκτός από το περικάρπιο, το οποίο μαυρίζει, ξηραίνεται και ο καρπός μουμιοποιημένος παραμένει επί μακρόν στο δένδρο.

Ακάρεα

Κίτρινος & Κόκκινος Κηλιδωτός Τετράνυχος

Σημαντικές ζημιές στο φύλλωμα της καρυδιάς προκαλούν ο κίτρινος και ο κόκκινος τετράνυχοι. Στην Ελλάδα περισσότερες και πιο έντονες προσβολές σημειώνονται από τον κίτρινο τετράνυχο σε ζεστές πεδινές περιοχές, ενώ από τον κόκκινο τετράνυχο οι προσβολές είναι πιο ήπιες. Χαρακτηριστικό των ειδών των τετρανύχων, είναι το μικρό τους μέγεθος, που ακόμη και στα ώριμα ακμαία κυμαίνεται από 0,2 έως 0,3 χιλιοστά, με αποτέλεσμα η προσβολή να μην γίνεται έγκαιρα αντιληπτή. Τα ακάρεα απομυζούν τους χυμούς από τα φύλλα, δημιουργώντας καστανές κηλίδες στην επιφάνεια των φύλλων. Τα προσβεβλημένα φύλλα ξηραίνονται και πέφτουν πρόωρα. Ο μεγάλος πληθυσμός τους εξασθενεί σοβαρά τα δένδρα, οδηγεί σε πρόωρη αποφύλλωση και μειώνει την παραγωγή και την ποιότητα των καρυδιών.

Κίτρινος Κηλιδωτός Τετράνυχος

Τo είδος που βρίσκεται συχνότερα στην Ελλάδα είναι ο Tetranychus urticae (κίτρινος κηλιδωτός τετράνυχος). Ο Τ. urticae έχει κύριο ξενιστή το βαμβάκι και μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ζημιές σε καρυδιές που γειτνιάζουν με καλλιέργεια βαμβακιού. Διαχειμάζει ως ώριμο άκαρι σε καταφύγια στο δέντρο, σε ξενιστές και στο έδαφος. Κατά τη διάρκεια θερμού καιρού την άνοιξη, τα διαχειμάζοντα θηλυκά εγκαθίστανται στο φύλλωμα και μυζούν τα φύλλα της καρυδιάς. Αναπαράγονται πολύ γρήγορα και με θερμό καιρό κάνουν μεγάλους πληθυσμούς. Έχουν πολλές γενεές ετησίως, γιατί σε ευνοϊκές συνθήκες, μια γενεά μπορεί να ολοκληρωθεί σε 7-8 ημέρες.

Κίτρινος Τετράνυχος (Panonychus ulmi)

Ο κόκκινος τετράνυχος διαχειμάζει στο στάδιο των αυγών πάνω σε κλάδους, σε διακλαδώσεις και κορμούς των δένδρων. Συνήθως ο κόκκινος τετράνυχος δημιουργεί πληθυσμούς με αργούς ρυθμούς κατά τη διάρκεια της άνοιξης και δεν είναι επιζήμιος για την καλλιέργεια μέχρι το καλοκαίρι.

Προσβολές από ακάρεα Eriophyidae

Είναι μικροσκοπικά σκωληκόμορφα ακάρεα που σχηματίζουν χαρακτηριστικές κηκίδες (εξογκώματα) στα φύλλα. Το είδος Eriophyes erineus, που είναι περισσότερο γνωστό για το σύμπτωμα της ερίνωσης στο αμπέλι, προσβάλλει και την καρυδιά προκαλώντας παρόμοιες κηκίδες αποκλειστικά στα φύλλα, χωρίς συνήθως να δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στην καλλιέργεια. Σημαντικό πρόβλημα, όμως, στην καρυδιά μπορεί να δημιουργήσει ένα άλλο είδος, το Eriophyes tristiatus, το οποίο σχηματίζει πολυάριθμες μικρές κικήδες τόσο στα φύλλα όσο και στους νεαρούς καρπούς. Σε περίπτωση έντονης προσβολής από το άκαρι αυτό μπορεί να είναι απαραίτητη η εφαρμογή ενός ακαρεοκτόνου νωρίς την άνοιξη, με την έκπτυξη της νέας βλάστησης.