Ο καρπός της αμυγδαλιάς κατατάσσεται στα ακρόδρυα, παρόλο που είναι μια χνουδωτή δρύπη που συγκομίζεται μετά την υπερωρίμανση. Το περικάρπιο διακόπτει τη διόγκωσή του μετά την ξυλοποίηση του ενδοκαρπίου. Στη συνέχεια χάνει την υγρασία του, ξεκολλάει από το ενδοκάρπιο και σκίζεται κατά μήκος της ραφής του καρπόφυλλου. Στο εσωτερικό υπάρχει ο πυρήνας ο οποίος αποτελείται από ένα ή δύο σπέρματα, τα οποία είναι τα αμύγδαλα ή αμυγδαλόψιχα.

Λόγω της φυσικής επιλογής η συντριπτική πλειονότητα των αμυγδάλων των αγριαμυγδαλιών στο παρελθόν είχε πολύ πικρή γεύση, ώστε να αποφεύγεται το τσιμπολόγημα τους από τα πουλιά (δεν αποτελούσε συνειδητή επιλογή, απλώς τα πικρά αμύγδαλα αποκτούσαν με αυτόν τον τρόπο απογόνους). Η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της τεχνητής επιλογής επέλεξε τους ελάχιστους άπικρους καρπούς και τους καλλιέργησε συστηματικά, έτσι σήμερα έχουμε πολλούς άπικρους καρπούς και ελάχιστους πικρούς. 
Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (21%), σιδήρου, ασβεστίου, φωσφόρου, και βιταμινών Β. Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό λίπους (κοντά στο 50%), με πολλά μονοακόρεστα (39%) και λίγα κορεσμένα (3,7%).
Ο καρπός της είναι προϊόν το οποίο αποθηκεύεται εύκολα για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να αλλοιώνονται τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά για αυτό και βλέπουμε παραγωγούς παλαιούς και νέους να στρέφονται στην συγκεκριμένη καλλιέργεια νιώθοντας μεγαλύτερη ασφάλεια από το παραγόμενο προϊόν.